Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
View word page
ἡδυφαής
ἡδυφαής ἡδυ-φαής, ές φάος sweet-shining, Anth.
ShortDef
sweet-shining
Debugging
Headword:
ἡδυφαής
Headword (normalized):
ἡδυφαής
Headword (normalized/stripped):
ηδυφαης
IDX:
14593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14603
Key:
h(dufah/s
Data
{'content': 'ἡδυφαής\n ἡδυ-φαής, ές\n φάος\n sweet-shining, Anth.', 'key': 'h(dufah/s'}