Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
ἠερέθομαι
View word page
ἡδύποτος
ἡδύποτος ἡδύ-ποτος, ον sweet to drink, Od.
ShortDef
sweet to drink
Debugging
Headword:
ἡδύποτος
Headword (normalized):
ἡδύποτος
Headword (normalized/stripped):
ηδυποτος
IDX:
14590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14600
Key:
h(du/potos
Data
{'content': 'ἡδύποτος\n ἡδύ-ποτος, ον\n sweet to drink, Od.', 'key': 'h(du/potos'}