Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγέλαστος
ἀγελείη
ἀγεληδόν
ἀγέλη
ἀγενεαλόγητος
ἀγένειος
ἀγένητος
ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
View word page
ἀγέραστος
ἀγέραστος γέρας without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.

ShortDef

without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded

Debugging

Headword:
ἀγέραστος
Headword (normalized):
ἀγέραστος
Headword (normalized/stripped):
αγεραστος
IDX:
146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n146
Key:
a)ge/rastos

Data

{'content': 'ἀγέραστος\n γέρας\n without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.', 'key': 'a)ge/rastos'}