Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
ἠέ
View word page
ἡδυπότης
ἡδυπότης ἡδυ-πότης, ου, fond of drinking, Anth.

ShortDef

fond of drinking

Debugging

Headword:
ἡδυπότης
Headword (normalized):
ἡδυπότης
Headword (normalized/stripped):
ηδυποτης
IDX:
14589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14599
Key:
h(dupo/ths

Data

{'content': 'ἡδυπότης\n ἡδυ-πότης, ου,\n fond of drinking, Anth.', 'key': 'h(dupo/ths'}