Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
ἡδυφαής
ἡδύφρων
View word page
ἡδυπάθημα
ἡδυπάθημα from ἡδυπᾰθέω ἡδυπάθημα, ατος, τό, enjoyment, Anth.
ShortDef
enjoyment
Debugging
Headword:
ἡδυπάθημα
Headword (normalized):
ἡδυπάθημα
Headword (normalized/stripped):
ηδυπαθημα
IDX:
14584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14594
Key:
h(dupa/qhma
Data
{'content': 'ἡδυπάθημα\n from ἡδυπᾰθέω\n ἡδυπάθημα, ατος, τό,\n enjoyment, Anth.', 'key': 'h(dupa/qhma'}