Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
ἡδύς
View word page
ἡδυπάθεια
ἡδυπάθεια ἡδυπάθεια, ἡ, ἡδυπαθής pleasant living, luxury, Xen.

ShortDef

pleasant living, luxury

Debugging

Headword:
ἡδυπάθεια
Headword (normalized):
ἡδυπάθεια
Headword (normalized/stripped):
ηδυπαθεια
IDX:
14582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14592
Key:
h(dupa/qeia

Data

{'content': 'ἡδυπάθεια\n ἡδυπάθεια, ἡ,\n ἡδυπαθής\n pleasant living, luxury, Xen.', 'key': 'h(dupa/qeia'}