Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
ἡδύποτος
ἥδυσμα
View word page
ἡδύοινος
ἡδύοινος ἡδύ-οινος, ον producing sweet wine, Xen.:— ἡδύοινοι, οἱ, dealers in sweet wine, Xen.

ShortDef

producing sweet wine

Debugging

Headword:
ἡδύοινος
Headword (normalized):
ἡδύοινος
Headword (normalized/stripped):
ηδυοινος
IDX:
14581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14591
Key:
h(du/oinos

Data

{'content': 'ἡδύοινος\n ἡδύ-οινος, ον\n producing sweet wine, Xen.:— ἡδύοινοι, οἱ, dealers in sweet wine, Xen.', 'key': 'h(du/oinos'}