Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁλιμυρής
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἁλίξαντος
ἅλιος
ἅλιος2
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπεδον
ἁλίπλαγκτος
ἁλιπλανής
ἁλιπλανία
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
View word page
ἁλιοτρεφής
ἁλιοτρεφής ἅλς, τρέφω sea-bred, φῶκαι Od.

ShortDef

sea-bred

Debugging

Headword:
ἁλιοτρεφής
Headword (normalized):
ἁλιοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
αλιοτρεφης
IDX:
1459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1459
Key:
a(liotrefh/s

Data

{'content': 'ἁλιοτρεφής\n ἅλς, τρέφω\n sea-bred, φῶκαι Od.', 'key': 'a(liotrefh/s'}