Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
ἡδυπότης
View word page
ἥδυμος
ἥδυμος ἥδῠμος, ον poet. for ἡδύς, sweet, pleasant, Hhymn.
ShortDef
sweet, pleasant
Debugging
Headword:
ἥδυμος
Headword (normalized):
ἥδυμος
Headword (normalized/stripped):
ηδυμος
IDX:
14579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14589
Key:
h(/dumos
Data
{'content': 'ἥδυμος\n ἥδῠμος, ον\n poet. for ἡδύς,\n sweet, pleasant, Hhymn.', 'key': 'h(/dumos'}