Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
ἡδύπολις
View word page
ἡδυμιγής
ἡδυμιγής ἡδυ-μῐγής, ές μίγνυμι sweetly-mixed, Anth.

ShortDef

sweetly-mixed

Debugging

Headword:
ἡδυμιγής
Headword (normalized):
ἡδυμιγής
Headword (normalized/stripped):
ηδυμιγης
IDX:
14578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14588
Key:
h(dumigh/s

Data

{'content': 'ἡδυμιγής\n ἡδυ-μῐγής, ές\n μίγνυμι\n sweetly-mixed, Anth.', 'key': 'h(dumigh/s'}