Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδύπνοος
View word page
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμελίφθογγος ἡδυ-μελί-φθογγος, ον of honey-sweet voice, Anth.

ShortDef

of honey-sweet voice

Debugging

Headword:
ἡδυμελίφθογγος
Headword (normalized):
ἡδυμελίφθογγος
Headword (normalized/stripped):
ηδυμελιφθογγος
IDX:
14577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14587
Key:
h(dumeli/fqoggos

Data

{'content': 'ἡδυμελίφθογγος\n ἡδυ-μελί-φθογγος, ον\n of honey-sweet voice, Anth.', 'key': 'h(dumeli/fqoggos'}