Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἦδος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
View word page
ἡδυμελής
ἡδυμελής μέλος sweet-strained, sweet-singing, Pind.

ShortDef

sweet-strained, sweet-singing

Debugging

Headword:
ἡδυμελής
Headword (normalized):
ἡδυμελής
Headword (normalized/stripped):
ηδυμελης
IDX:
14576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14586
Key:
h(dumelh/s

Data

{'content': 'ἡδυμελής\n μέλος\n sweet-strained, sweet-singing, Pind.', 'key': 'h(dumelh/s'}