Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἦδος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
View word page
ἡδύθροος
ἡδύθροος ἡδύ-θρους, ουν sweet-strained, Eur.

ShortDef

sweet-strained

Debugging

Headword:
ἡδύθροος
Headword (normalized):
ἡδύθροος
Headword (normalized/stripped):
ηδυθροος
IDX:
14573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14583
Key:
h(du/qrous

Data

{'content': 'ἡδύθροος\n ἡδύ-θρους, ουν\n sweet-strained, Eur.', 'key': 'h(du/qrous'}