Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἦδος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
ἡδύοινος
ἡδυπάθεια
View word page
ἡδυεπής
ἡδυεπής ἔπος sweet-speaking, Il., etc.: sweet-sounding, Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.
ShortDef
sweet-speaking
Debugging
Headword:
ἡδυεπής
Headword (normalized):
ἡδυεπής
Headword (normalized/stripped):
ηδυεπης
IDX:
14572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14582
Key:
h(dueph/s
Data
{'content': 'ἡδυεπής\n ἔπος\n sweet-speaking, Il., etc.: sweet-sounding, Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.', 'key': 'h(dueph/s'}