Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἠδέ
ἡδέως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἦδος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδύνω
View word page
ἡδύγλωσσος
ἡδύγλωσσος ἡδύ-γλωσσος, ον γλῶσσα sweet-tongued, Pind.
ShortDef
sweet-tongued
Debugging
Headword:
ἡδύγλωσσος
Headword (normalized):
ἡδύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ηδυγλωσσος
IDX:
14570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14580
Key:
h(du/glwssos
Data
{'content': 'ἡδύγλωσσος\n ἡδύ-γλωσσος, ον\n γλῶσσα\n sweet-tongued, Pind.', 'key': 'h(du/glwssos'}