Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡγήτωρ
ἤγουν
ἠδέ
ἡδέως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἦδος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύλογος
ἡδυλύρης
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
View word page
ἡδύγαμος
ἡδύγαμος ἡδύ-γᾰμος, ον sweetening marriage, Anth.

ShortDef

sweetening marriage

Debugging

Headword:
ἡδύγαμος
Headword (normalized):
ἡδύγαμος
Headword (normalized/stripped):
ηδυγαμος
IDX:
14568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14578
Key:
h(du/gamos

Data

{'content': 'ἡδύγαμος\n ἡδύ-γᾰμος, ον\n sweetening marriage, Anth.', 'key': 'h(du/gamos'}