Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλιμενότης
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἁλίξαντος
ἅλιος
ἅλιος2
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπεδον
ἁλίπλαγκτος
ἁλιπλανής
ἁλιπλανία
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
View word page
ἅλιος
ἅλιος ἅλς of the sea, Lat. marinus, of sea-gods and nymphs, Hom., etc.; ἅλ. ψάμαθοι the sea sand, Od.

ShortDef

Halius
of the sea
fruitless, unprofitable, vain, idle
Pythagorean name for nine

Debugging

Headword:
ἅλιος
Headword (normalized):
ἅλιος
Headword (normalized/stripped):
αλιος
IDX:
1457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1457
Key:
a(/lios1

Data

{'content': 'ἅλιος\n ἅλς\n of the sea, Lat. marinus, of sea-gods and nymphs, Hom., etc.; ἅλ. ψάμαθοι the sea sand, Od.', 'key': 'a(/lios1'}