Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἡγεμονεύς
ἡγεμονεύω
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἡγήτειρα
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγήτωρ
ἤγουν
ἠδέ
ἡδέως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
View word page
ἡγήτειρα
ἡγήτειρα ἡγήτειρα, ἡ, fem. of ἡγητήρ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡγήτειρα
Headword (normalized):
ἡγήτειρα
Headword (normalized/stripped):
ηγητειρα
IDX:
14555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14565
Key:
h(gh/teira
Data
{'content': 'ἡγήτειρα\n ἡγήτειρα, ἡ,\n fem. of ἡγητήρ, Anth.', 'key': 'h(gh/teira'}