Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἡβηδόν
ἥβη
ἡβητήριον
ἡβητήρ
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύς
ἡγεμονεύω
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἡγήτειρα
View word page
ἡγεμονεύς
ἡγεμονεύς ἡγεμονεύς, έως, Epic for ἡγεμών, Anth., etc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡγεμονεύς
Headword (normalized):
ἡγεμονεύς
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονευς
IDX:
14545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14555
Key:
h(gemoneu/s

Data

{'content': 'ἡγεμονεύς\n ἡγεμονεύς, έως,\n Epic for ἡγεμών, Anth., etc.', 'key': 'h(gemoneu/s'}