Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠβαιός
ἡβάσκω
ἡβάω
ἡβηδόν
ἥβη
ἡβητήριον
ἡβητήρ
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύς
ἡγεμονεύω
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
View word page
ἡβυλλιάω
ἡβυλλιάω ἡβυλλιάω, Comic Dim. of ἡβάω to be youngish, Ar.

ShortDef

to be in the bloom of youth

Debugging

Headword:
ἡβυλλιάω
Headword (normalized):
ἡβυλλιάω
Headword (normalized/stripped):
ηβυλλιαω
IDX:
14542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14552
Key:
h(bullia/w

Data

{'content': 'ἡβυλλιάω\n ἡβυλλιάω,\n Comic Dim. of ἡβάω\n to be youngish, Ar.', 'key': 'h(bullia/w'}