Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἠβαιός
ἡβάσκω
ἡβάω
ἡβηδόν
ἥβη
ἡβητήριον
ἡβητήρ
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύς
ἡγεμονεύω
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
View word page
ἡβητικός
ἡβητικός ἡβητικός, ή, όν youthful, Lat. juvenilis, Xen.

ShortDef

youthful

Debugging

Headword:
ἡβητικός
Headword (normalized):
ἡβητικός
Headword (normalized/stripped):
ηβητικος
IDX:
14540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14550
Key:
h(bhtiko/s

Data

{'content': 'ἡβητικός\n ἡβητικός, ή, όν\n youthful, Lat. juvenilis, Xen.', 'key': 'h(bhtiko/s'}