Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζώς
ζωστήρ
ζωστός
ζῶστρον
ζωτικός
ζώφυτος
View word page
ζωροποτέω
ζωροποτέω ζωροποτέω, to drink sheer wine, Anth. from ζωροπότης

ShortDef

to drink sheer wine

Debugging

Headword:
ζωροποτέω
Headword (normalized):
ζωροποτέω
Headword (normalized/stripped):
ζωροποτεω
IDX:
14521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14531
Key:
zwropote/w

Data

{'content': 'ζωροποτέω\n ζωροποτέω,\n to drink sheer wine, Anth.\n from ζωροπότης', 'key': 'zwropote/w'}