Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζώς
ζωστήρ
ζωστός
ζῶστρον
ζωτικός
ζώφυτος
View word page
ζώπυρον
ζώπυρον ζώ-πῠρον, ου, τό, πῦρ a spark, ember, Plat., etc.

ShortDef

a spark, ember

Debugging

Headword:
ζώπυρον
Headword (normalized):
ζώπυρον
Headword (normalized/stripped):
ζωπυρον
IDX:
14520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14530
Key:
zw/puron

Data

{'content': 'ζώπυρον\n ζώ-πῠρον, ου, τό,\n πῦρ\n a spark, ember, Plat., etc.', 'key': 'zw/puron'}