Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζώς
ζωστήρ
ζωστός
ζῶστρον
ζωτικός
View word page
ζωπονέω
ζωπονέω ζω-πονέω, fut. -ήσω ζώς to represent alive, Anth.
ShortDef
to represent alive
Debugging
Headword:
ζωπονέω
Headword (normalized):
ζωπονέω
Headword (normalized/stripped):
ζωπονεω
IDX:
14518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14528
Key:
zwpone/w
Data
{'content': 'ζωπονέω\n ζω-πονέω,\n fut. -ήσω\n ζώς\n to represent alive, Anth.', 'key': 'zwpone/w'}