Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζωογόνος
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζώς
ζωστήρ
ζωστός
ζῶστρον
View word page
ζωοφόρος
ζωοφόρος ζωο-φόρος, ον ζωή, φέρω life-giving, Anth. ζῳοφόρος, bearing animals: ὁ ζ. (sc. κύκλος) , the zodiac, Anth.

ShortDef

life-giving

Debugging

Headword:
ζωοφόρος
Headword (normalized):
ζωοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ζωοφορος
IDX:
14517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14526
Key:
zwofo/ros

Data

{'content': 'ζωοφόρος\n ζωο-φόρος, ον\n ζωή, φέρω\n life-giving, Anth. ζῳοφόρος, \nbearing animals: ὁ ζ. (sc. κύκλος) , the zodiac, Anth.', 'key': 'zwofo/ros'}