Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνος
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζώς
ζωστήρ
View word page
ζωοτόκος
ζωοτόκος ζωο-τόκος, ον τίκτω producing its young alive, viviparous, Theocr.
ShortDef
bringing forth live, viviparous
Debugging
Headword:
ζωοτόκος
Headword (normalized):
ζωοτόκος
Headword (normalized/stripped):
ζωοτοκος
IDX:
14515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14524
Key:
zw|oto/kos
Data
{'content': 'ζωοτόκος\n ζωο-τόκος, ον\n τίκτω\n producing its young alive, viviparous, Theocr.', 'key': 'zw|oto/kos'}