Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζωμός
ζώνη
ζώννυμι
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνος
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
ζώπυρον
ζωροποτέω
ζωροπότης
View word page
ζωοποιέω
ζωοποιέω ζῳο-ποιέω, fut. -ήσω ζῷον to produce animals, Arist., Luc. to make alive, NTest.

ShortDef

make alive

Debugging

Headword:
ζωοποιέω
Headword (normalized):
ζωοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ζωοποιεω
IDX:
14512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14520
Key:
zw|opoie/w1

Data

{'content': 'ζωοποιέω\n ζῳο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n ζῷον\n to produce animals, Arist., Luc.\n to make alive, NTest.', 'key': 'zw|opoie/w1'}