Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμός
ζώνη
ζώννυμι
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνος
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
ζωοφόρος
ζωπονέω
ζωπυρέω
View word page
ζωοθετέω
ζωοθετέω ζωο-θετέω, fut. -ήσω τίθημι to make alive, Anth.

ShortDef

to make alive

Debugging

Headword:
ζωοθετέω
Headword (normalized):
ζωοθετέω
Headword (normalized/stripped):
ζωοθετεω
IDX:
14509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14517
Key:
zwoqete/w

Data

{'content': 'ζωοθετέω\n ζωο-θετέω,\n fut. -ήσω\n τίθημι\n to make alive, Anth.', 'key': 'zwoqete/w'}