Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζωθάλμιος
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμός
ζώνη
ζώννυμι
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνος
ζωογράφος
ζωοθετέω
ζωόμορφος
ζῷον
ζωοποιέω
ζωόσοφος
ζωός
ζωοτόκος
ζῳοτύπος
View word page
ζωογονέω
ζωογονέω , ζῳογονέω, fut. -ήσω ζωός to produce alive, Luc. to preserve alive, NTest. from ζωογόνοs

ShortDef

propagate

Debugging

Headword:
ζωογονέω
Headword (normalized):
ζωογονέω
Headword (normalized/stripped):
ζωογονεω
IDX:
14506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14513
Key:
zw|ogone/w

Data

{'content': 'ζωογονέω\n , ζῳογονέω,\n fut. -ήσω\n ζωός\n to produce alive, Luc.\n to preserve alive, NTest.\n from ζωογόνοs', 'key': 'zw|ogone/w'}