Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἁλικαρνασσόθεν
Ἁλικαρνασσός
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἁλίξαντος
ἅλιος
ἅλιος2
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
View word page
ἀλινδήθρα
ἀλινδήθρα from ἀλινδέω a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.

ShortDef

a sandy place for horses to roll in

Debugging

Headword:
ἀλινδήθρα
Headword (normalized):
ἀλινδήθρα
Headword (normalized/stripped):
αλινδηθρα
IDX:
1451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1451
Key:
a)lindh/qra

Data

{'content': 'ἀλινδήθρα\n from ἀλινδέω\n a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.', 'key': 'a)lindh/qra'}