Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζωγραφέω
ζωγραφία
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρία
ζῴδιον
ζωή
ζωθάλμιος
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμός
ζώνη
ζώννυμι
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνος
ζωογράφος
View word page
ζώμευμα
ζώμευμα ζώμευμα, ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. from ζωμεύω
ShortDef
soup
Debugging
Headword:
ζώμευμα
Headword (normalized):
ζώμευμα
Headword (normalized/stripped):
ζωμευμα
IDX:
14498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14505
Key:
zw/meuma
Data
{'content': 'ζώμευμα\n ζώμευμα, ατος, τό,\n soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar.\n from ζωμεύω', 'key': 'zw/meuma'}