Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζύμη
ζυμίτης
ζυμόω
ζωάγρια
ζωάγριος
ζωγραφέω
ζωγραφία
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρία
ζῴδιον
ζωή
ζωθάλμιος
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμός
ζώνη
View word page
ζωγρία
ζωγρία ζωγρία, ἡ, a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν ζωγρεῖν, Hdt.

ShortDef

a taking alive

Debugging

Headword:
ζωγρία
Headword (normalized):
ζωγρία
Headword (normalized/stripped):
ζωγρια
IDX:
14493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14500
Key:
zwgri/a

Data

{'content': 'ζωγρία\n ζωγρία, ἡ,\n a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν ζωγρεῖν, Hdt.', 'key': 'zwgri/a'}