ζωγρία
ζωγρία
ζωγρία, ἡ,
a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν ζωγρεῖν, Hdt.
{
"content": "ζωγρία\n ζωγρία, ἡ,\n a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν ζωγρεῖν, Hdt.",
"key": "zwgri/a"
}