Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζυγωθρίζω
ζυγωτός
ζύμη
ζυμίτης
ζυμόω
ζωάγρια
ζωάγριος
ζωγραφέω
ζωγραφία
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρία
ζῴδιον
ζωή
ζωθάλμιος
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
View word page
ζωγράφος
ζωγράφος ζω-γράφος, ὁ, ζωός, γράφω one who paints from life or from nature, a painter, Hdt., Plat., etc.

ShortDef

one who paints from life

Debugging

Headword:
ζωγράφος
Headword (normalized):
ζωγράφος
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφος
IDX:
14491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14498
Key:
zwgra/fos

Data

{'content': 'ζωγράφος\n ζω-γράφος, ὁ,\n ζωός, γράφω\n one who paints from life or from nature, a painter, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'zwgra/fos'}