Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζυγόω
ζυγωθρίζω
ζυγωτός
ζύμη
ζυμίτης
ζυμόω
ζωάγρια
ζωάγριος
ζωγραφέω
ζωγραφία
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρία
ζῴδιον
ζωή
ζωθάλμιος
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
View word page
ζωγραφικός
ζωγραφικός ζωγρᾰφικός, ή, όν skilled in painting, Plat., Xen. from ζωγράφος

ShortDef

skilled in painting

Debugging

Headword:
ζωγραφικός
Headword (normalized):
ζωγραφικός
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφικος
IDX:
14490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14497
Key:
zwgrafiko/s

Data

{'content': 'ζωγραφικός\n ζωγρᾰφικός, ή, όν\n skilled in painting, Plat., Xen.\n from ζωγράφος', 'key': 'zwgrafiko/s'}