Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζυγοστατέω
ζυγοστάτης
ζυγοφόρος
ζυγόω
ζυγωθρίζω
ζυγωτός
ζύμη
ζυμίτης
ζυμόω
ζωάγρια
ζωάγριος
ζωγραφέω
ζωγραφία
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρία
ζῴδιον
ζωή
ζωθάλμιος
ζῶμα
View word page
ζωάγριος
ζωάγριος ζω-άγριος, α, ον for saving life, Babr.: v. ζω-άγρια.
ShortDef
for saving life
Debugging
Headword:
ζωάγριος
Headword (normalized):
ζωάγριος
Headword (normalized/stripped):
ζωαγριος
IDX:
14487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14494
Key:
zwa/grios
Data
{'content': 'ζωάγριος\n ζω-άγριος, α, ον\n for saving life, Babr.: v. ζω-άγρια.', 'key': 'zwa/grios'}