Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζήτησις
ζητητέος
ζητητής
ζητητικός
ζητητός
ζιζάνιον
ζοός
ζοφερός
ζόφιος
ζόφος
ζοφόω
ζύγαστρον
ζυγηφόρος
ζύγιος
ζυγόδεσμον
ζυγομαχέω
ζυγόν
ζυγοστατέω
ζυγοστάτης
ζυγοφόρος
ζυγόω
View word page
ζοφόω
ζοφόω ζοφόω, to darken:—Pass. to be or become dark, Anth.
ShortDef
to darken
Debugging
Headword:
ζοφόω
Headword (normalized):
ζοφόω
Headword (normalized/stripped):
ζοφοω
IDX:
14470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14477
Key:
zofo/w
Data
{'content': 'ζοφόω\n ζοφόω,\n to darken:—Pass. to be or become dark, Anth.', 'key': 'zofo/w'}