Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζῆτα
ζητεύω
ζητέω
ζήτημα
ζητήσιμος
ζήτησις
ζητητέος
ζητητής
ζητητικός
ζητητός
ζιζάνιον
ζοός
ζοφερός
ζόφιος
ζόφος
ζοφόω
ζύγαστρον
ζυγηφόρος
ζύγιος
ζυγόδεσμον
ζυγομαχέω
View word page
ζιζάνιον
ζιζάνιον ζιζάνιον, ου, τό, a weed that grows in wheat, prob. Lat. lolium, darnel, in pl., NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζιζάνιον
Headword (normalized):
ζιζάνιον
Headword (normalized/stripped):
ζιζανιον
IDX:
14465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14472
Key:
ziza/nion
Data
{'content': 'ζιζάνιον\n ζιζάνιον, ου, τό,\n a weed that grows in wheat, prob. Lat. lolium, darnel, in pl., NTest.', 'key': 'ziza/nion'}