Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
Ζηνόφρων
ζῆτα
ζητεύω
ζητέω
ζήτημα
ζητήσιμος
ζήτησις
ζητητέος
ζητητής
ζητητικός
ζητητός
ζιζάνιον
ζοός
ζοφερός
ζόφιος
ζόφος
ζοφόω
ζύγαστρον
View word page
ζητητέος
ζητητέος ζητητέος, α, ον verb. adj. of ζητέω, to be sought, Soph. ζητητέον one must seek, Ar.

ShortDef

to be sought

Debugging

Headword:
ζητητέος
Headword (normalized):
ζητητέος
Headword (normalized/stripped):
ζητητεος
IDX:
14461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14468
Key:
zhthte/os

Data

{'content': 'ζητητέος\n ζητητέος, α, ον\n verb. adj. of ζητέω,\n to be sought, Soph.\n ζητητέον one must seek, Ar.', 'key': 'zhthte/os'}