Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζηλοτυπία
ζηλότυπος
ζηλόω
ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
Ζηνόφρων
ζῆτα
ζητεύω
ζητέω
ζήτημα
ζητήσιμος
ζήτησις
ζητητέος
ζητητής
View word page
ζημιώδης
ζημιώδης ζημι-ώδης, ες εἶδος causing loss, ruinous, Xen.
ShortDef
causing loss, ruinous
Debugging
Headword:
ζημιώδης
Headword (normalized):
ζημιώδης
Headword (normalized/stripped):
ζημιωδης
IDX:
14452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14459
Key:
zhmiw/dhs
Data
{'content': 'ζημιώδης\n ζημι-ώδης, ες\n εἶδος\n causing loss, ruinous, Xen.', 'key': 'zhmiw/dhs'}