Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπία
ζηλότυπος
ζηλόω
ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
Ζηνόφρων
ζῆτα
ζητεύω
ζητέω
ζήτημα
ζητήσιμος
ζήτησις
View word page
ζημία
ζημία loss, damage, Lat. damnum, opp. to κέρδος, Plat., etc.; ζημίαν λαβεῖν to sustain loss, Dem. a penalty in money, a fine, mulct, ζημίην ἀποτίνειν Hdt.; ὀφείλειν Hdt.; καταβάλλειν Dem.; ζημία ἐπίκειται στατήρ a fine of a stater is imposed, Thuc. generally a penalty, ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.; ζ. πρόσκειταί τινι Xen.; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν to make death the penalty, Thuc., etc. φανερὰ ζαμία a mere good-for-nothing, a dead loss, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

loss, damage

Debugging

Headword:
ζημία
Headword (normalized):
ζημία
Headword (normalized/stripped):
ζημια
IDX:
14450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14457
Key:
zhmi/a

Data

{'content': 'ζημία\n loss, damage, Lat. damnum, opp. to κέρδος, Plat., etc.; ζημίαν λαβεῖν to sustain loss, Dem.\n a penalty in money, a fine, mulct, ζημίην ἀποτίνειν Hdt.; ὀφείλειν Hdt.; καταβάλλειν Dem.; ζημία ἐπίκειται στατήρ a fine of a stater is imposed, Thuc.\n generally a penalty, ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.; ζ. πρόσκειταί τινι Xen.; θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν to make death the penalty, Thuc., etc.\n φανερὰ ζαμία a mere good-for-nothing, a dead loss, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'zhmi/a'}