Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζηλοδοτήρ
ζηλομανής
ζῆλος
ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπία
ζηλότυπος
ζηλόω
ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημία
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
Ζηνόφρων
ζῆτα
ζητεύω
ζητέω
View word page
ζηλωτής
ζηλωτής ζηλωτής, οῦ, an emulator, zealous admirer or follower, Plat., etc. a zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος (from the Hebr. qana, to glow, be zealous), NTest.

ShortDef

an emulator, zealous admirer

Debugging

Headword:
ζηλωτής
Headword (normalized):
ζηλωτής
Headword (normalized/stripped):
ζηλωτης
IDX:
14447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14454
Key:
zhlwth/s

Data

{'content': 'ζηλωτής\n ζηλωτής, οῦ,\n an emulator, zealous admirer or follower, Plat., etc.\n a zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος (from the Hebr. qana, to glow, be zealous), NTest.', 'key': 'zhlwth/s'}