Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεύς
Ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλαῖος
ζηλήμων
ζηλοδοτήρ
ζηλομανής
ζῆλος
ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπία
ζηλότυπος
ζηλόω
ζήλωμα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
View word page
ζηλομανής
ζηλομανής ζηλο-μᾰνής, ές μαίνομαι mad with jealousy, Anth.

ShortDef

mad with jealousy

Debugging

Headword:
ζηλομανής
Headword (normalized):
ζηλομανής
Headword (normalized/stripped):
ζηλομανης
IDX:
14438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14445
Key:
zhlomanh/s

Data

{'content': 'ζηλομανής\n ζηλο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n mad with jealousy, Anth.', 'key': 'zhlomanh/s'}