ζευκτήριος
ζευκτήριος
ζευκτήριος, α, ον
ζεύγνυμι
fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.
as Subst., ζευκτήριον, τό, ζυγόν, a yoke, Aesch.
{ "content": "ζευκτήριος\n ζευκτήριος, α, ον\n ζεύγνυμι\n fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.\n as Subst., ζευκτήριον, τό, ζυγόν, a yoke, Aesch.", "key": "zeukth/rios" }