Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίτης
ζεῦγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεύς
Ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλαῖος
ζηλήμων
ζηλοδοτήρ
ζηλομανής
View word page
ζευγοτρόφος
ζευγοτρόφος ζευγο-τρόφος, ον keeping a yoke of beasts, Plut.
ShortDef
keeping a yoke of beasts
Debugging
Headword:
ζευγοτρόφος
Headword (normalized):
ζευγοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ζευγοτροφος
IDX:
14428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14435
Key:
zeugotro/fos
Data
{'content': 'ζευγοτρόφος\n ζευγο-τρόφος, ον\n keeping a yoke of beasts, Plut.', 'key': 'zeugotro/fos'}