Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίτης
ζεῦγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεύς
Ζεφυρίη
Ζέφυρος
View word page
ζεῦγλα
ζεῦγλα ζεῦγλα, ης, ἡ, poet. for ζεύγλη, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζεῦγλα
Headword (normalized):
ζεῦγλα
Headword (normalized/stripped):
ζευγλα
IDX:
14423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14430
Key:
zeu=gla
Data
{'content': 'ζεῦγλα\n ζεῦγλα, ης, ἡ,\n poet. for ζεύγλη, Anth.', 'key': 'zeu=gla'}