Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίτης
ζεῦγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεύς
View word page
ζευγηλάτης
ζευγηλάτης ζευγ-ηλάτης (ᾰ), ου, ἐλαύνω the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.

ShortDef

the driver of a yoke of oxen, teamster

Debugging

Headword:
ζευγηλάτης
Headword (normalized):
ζευγηλάτης
Headword (normalized/stripped):
ζευγηλατης
IDX:
14421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14428
Key:
zeughla/ths

Data

{'content': 'ζευγηλάτης\n ζευγ-ηλάτης (ᾰ), ου,\n ἐλαύνω\n the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.', 'key': 'zeughla/ths'}