Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίτης
ζεῦγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
View word page
ζευγάριον
ζευγάριον ζευγάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of ζεῦγος, a puny team, Ar.
ShortDef
a puny team
Debugging
Headword:
ζευγάριον
Headword (normalized):
ζευγάριον
Headword (normalized/stripped):
ζευγαριον
IDX:
14419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14426
Key:
zeuga/rion
Data
{'content': 'ζευγάριον\n ζευγάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of ζεῦγος, a puny team, Ar.', 'key': 'zeuga/rion'}