Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζά
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
ζευγίτης
ζεῦγλα
ζεύγλη
ζεῦγμα
ζεύγνυμι
View word page
ζείδωρος
ζείδωρος ζεί-δωρος, ον δῶρον zea-giving, as epith. of the earth, ζείδωρος ἄρουρα fruitful corn-land, Hom.
ShortDef
zea-giving
Debugging
Headword:
ζείδωρος
Headword (normalized):
ζείδωρος
Headword (normalized/stripped):
ζειδωρος
IDX:
14416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14423
Key:
zei/dwros
Data
{'content': 'ζείδωρος\n ζεί-δωρος, ον\n δῶρον\n zea-giving, as epith. of the earth, ζείδωρος ἄρουρα fruitful corn-land, Hom.', 'key': 'zei/dwros'}