Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζά
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
ζευγηλάτης
View word page
ζαχρηής
ζαχρηής ζα-χρηής, ές χράω only in pl. attacking violently, furious, raging, Hom.
ShortDef
attacking violently, furious, raging
Debugging
Headword:
ζαχρηής
Headword (normalized):
ζαχρηής
Headword (normalized/stripped):
ζαχρηης
IDX:
14411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14418
Key:
zaxrhh/s
Data
{'content': 'ζαχρηής\n ζα-χρηής, ές\n χράω\n only in pl.\n attacking violently, furious, raging, Hom.', 'key': 'zaxrhh/s'}