Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ζαμενέω
ζαμενής
ζα
ζαπληθής
ζάπλουτος
ζάπυρος
ζά
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζάχολος
ζαχρεῖος
ζαχρηής
ζάχρυσος
ζάω
ζεγέριες
ζειά
ζείδωρος
ζειρά
ζε
ζευγάριον
ζευγηλατέω
View word page
ζαχρεῖος
ζαχρεῖος ζα-χρεῖος, ον χρεία wanting much: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to know the way, Theocr.

ShortDef

wanting much

Debugging

Headword:
ζαχρεῖος
Headword (normalized):
ζαχρεῖος
Headword (normalized/stripped):
ζαχρειος
IDX:
14410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n14417
Key:
zaxrei=os

Data

{'content': 'ζαχρεῖος\n ζα-χρεῖος, ον\n χρεία\n wanting much: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to know the way, Theocr.', 'key': 'zaxrei=os'}